. . . . . ~ ~ ~ ~ ~ . . . . .
Εύχομαι Καλή Ανάβαση
ΕΥ ΕΧΩ ΕΙΜΑΙ
Ο Λ Α
ΕΙΝΑΙ
Ε Ι Ν Α Ι
ΟΛΑ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΡΗΜΑ
ΡΗΜΑ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΥ
ΕΧΩ
ΕΙΜΑΙ
~ . ~ . ~ . ~
*ενεστώτας ο [enestótas] Ο2 : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γίνεται στο παρόν ή συνεχώς ή με επανάληψη: Ενεργητικός / παθητικός / επαναληπτικός / γνωμικός / βουλητικός / ιστορικός ~. Kαταλήξεις / θέμα / τύποι ενεστώτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεστώς, αιτ. -ῶτα]
*ρήμα το [ríma] Ο48 : (γραμμ.) η λέξη που σημαίνει ότι το υποκείμενο της πρότασης ενεργεί ή παθαίνει κτ. ή βρίσκεται σε μια κατάσταση: Tο υποκείμενο / το αντικείμενο του ρήματος. Συμπλήρωμα της έννοιας του ρήματος, το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο. Οι εγκλίσεις / οι χρόνοι του ρήματος. Ρήματα βοηθητικά. Ρήματα ενεργητικά / παθητικά / ανώμαλα / συνηρημένα. Ρήματα μεταβατικά / αμετάβατα / αποθετικά. Ρήματα ενεργητικής / παθητικής / μέσης / ουδέτερης διάθεσης. Διάθεση / φωνή / συζυγία ρήματος. Ονοματικοί τύποι του ρήματος, η μετοχή και το απαρέμφατο.
[λόγ. < αρχ. ῥῆμα `λόγος, ρήμα΄]
{* από http://www.greek-language.gr}
^ 2012, Αὐγοῦστου 18