…
.
~
α ἰ σ θ ά ν ο μ α ι
κραταιά κι ἀπαλά
μεταξωτῆ
κλωστῆ
Μου ὑφαῖνει
το ἱριδικό Μου λουλοῦδι
στο στῆθος
ἀπ’ την καρδιά
ποτίζεται
στο Σύν~ΠΑΝ
ἀνεβαῖνει
~
κορμί ἀνάσκελα
να καμαρῶνει
στην ἐκσταση
να δίνεται
και
να ἱδρῶνει
Ὀμορφιά
να ἀπλῶνει
να μεταρσιώνεται
~
θῆλυ
ΓΗ~ΝΑΙ~ΚΑ
ἡδονῆ
ΣΕ ~ ΛΥΝΕΙ
στα Ὓψιστα
ἠ Σελῆνη
~
Ἣλια
να γίγνομαι
ΠΑΝ~Σέληνο
να λάμψω
να ΠΡΟΣ~ΕΥΧΟΜΑΙ
να ἂγια~ΖΩ
~
Σύν~ΠΑΝ
τί Μου δίνεις
. . . δ ί ν η ς . . .
στο κῦμα
το παφλασμό
να νιῶσω
στο βυθό
να ὀρθόσω
ἀνάστημα
τ’ ἀστέρια
να ἰσιῶσω
στης καμπῦλης
του κορμιοῦ
το μεγαλοῦργημα
~
τα Δικά Της θάλασσας
ὂ λ α
τα *μ υ σ τ ι κ ά*
σε κόλπο ἀλαβάστρινο
ἐκκλησιά
να κτίσω
να Της ἀνάβω ἓνα κερί
Σε κάθε τ’ ἂστρου Μου
ἀνατολῆ
.
.
.