~ ΕΥγνωμόνοια ~
ρῆμα : εὐγνωμονοιῶ
{ ΕΥ + μετοχῆ γιγνώσκω + ὁμόνοια }
εὖ : καλῶς, καλά
γιγνώσκω :
: γνωρ-ί-ζω, καταλαβαίνω,
: θεωρῶ, κρίνω, διακρίνω, (τριακρίνω), ἀποφασ-ί-ζω, ψηφ-ί-ζω
ὁμόνοια : [θηλυκό μόνο στον ἐνικό]
: ἡ ταυτότητα ἀντιλήψεων και ἡ αἲσθηση της ἐνότητας άπό αὐτῆν
: εἰρηνική~φιλική συνύπαρξη στο πλαίσιο κοινῶν ἀρχῶν, συναινετική συνύπαρξη
(εἰρήνη : [θηλυκό μόνο στον ἐνικό]
: ἡ ἀπουσία πολέμου
: οἱ σπονδές
εἲρω :
.α.
: συνδέω μεταξύ τους κομμάτια βάζοντας τα σε μία σειρά
: δένω κάτι κάπου
.β.
: μιλῶ, λέγω)
.
~
.
equivalent in English : Grateful & Great~Full
.